ἐκβιάσει

ἐκβιάσει
ἐκβιά̱σει , ἐκβιάομαι
fut ind mp 2nd sg (attic doric)
ἐκβιάζω
to force out
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκβιάζω
to force out
fut ind mid 2nd sg
ἐκβιάζω
to force out
fut ind act 3rd sg
ἐκβιάζω
to force out
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκβιάζω
to force out
fut ind mid 2nd sg
ἐκβιάζω
to force out
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανεκβίαστος — ἀνεκβίαστος, ον (Α) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκβιάσει, ακατανίκητος, ακαταμάχητος …   Dictionary of Greek

  • Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”